- μαγιάτικος
- η , ο майский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγιάτικος — η, ο, θηλ. και ια [Μάιος]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάιο ή αυτός που συμβαίνει κατά τον Μάιο 2. (για φυτά) αυτός που ανθίζει τον Μάιο 3. (για ζώα) αυτός που αλιεύεται ή θηρεύεται κατά τον Μάιο 4. το ουδ. ως ουσ. το μαγιάτικο… … Dictionary of Greek
μαγιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή πραγματοποιείται το Μάη: Έπλεξε ένα μαγιάτικο στεφάνι. 2. το ουδ. ως ουσ., μαγιάτικο είδος ψαριού που ψαρεύεται το Μάη, ο Θύννος ο κοινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)